ἁλίρρυτος

ἁλίρρυτος
ἁλίρ-ρῠτος, ον,
A washed by the sea, AP12.55 ([place name] Artemo).
II ἁ. ἄλσος surging sea's domain, A.Supp.868 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλίρρυτος — ἁλίρρυτος, ον (Α) 1. αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη θάλασσα 2. φρ. «ἁλίρρυτον ἄλσος», φουσκωμένη θάλασσα, ψηλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ῥυτός (< ῥέω)] …   Dictionary of Greek

  • ἁλίρρυτον — ἁλίρρυτος washed by the sea masc/fem acc sg ἁλίρρυτος washed by the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”